- ανεπεξέργαστος
- -η, -οαυτός που δεν υποβλήθηκε σε επεξεργασία: Το έργο που άφησε σε αρκετά σημεία είναι ανεπεξέργαστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνεπεξέργαστος — not wrought out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπεξέργαστος — η, ο (Μ ἀνεπεξέργαστος, ον) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν, ατελής, ασυμπλήρωτος, αδούλευτος … Dictionary of Greek
ἀνεπεξέργαστον — ἀνεπεξέργαστος not wrought out masc/fem acc sg ἀνεπεξέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπεξεργάστοις — ἀνεπεξέργαστος not wrought out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπεξέργαστα — ἀνεπεξέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
αδιέργαστος — η, ο (Α ἀδιέργαστος, ον) [διεργάζομαι] αυτός που δεν τού έγινε ολοκληρωμένη επεξεργασία, αδούλευτος, ανεπεξέργαστος, ατελείωτος … Dictionary of Greek
αδιεξέργαστος — η, ο (Α ἀδιεξέργαστος, ον) [διεξεργάζομαι] νεοελλ. ανεπεξέργαστος, ακατέργαστος αρχ. αυτός που δεν περατώθηκε, ο ατελείωτος … Dictionary of Greek
ανεξέργαστος — η, ο (Α ἀνεξέργαστος, ον) νεοελλ. ο ανεπεξέργαστος αρχ. ο ατελής, ο μισοτελειωμένος … Dictionary of Greek
ασαπής — ές (AM ἀσαπής, ές) [σήπομαι] αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος αρχ. ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος) … Dictionary of Greek